- υποκατώρυχος
- -ον, Απαραχωμένος, τοποθετημένος κάτω από το χώμα («τὰ κλήματα ἐπιβαλλόμενα καὶ ὑποκατώρυχα καθιέμενα», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κατώρυξ, -υχος «αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.